Άγιος Αυξέντιος εκ Βελλάς Ιωαννίνων

 25 Ιανουαρίου

Μνήμη Αγίου Αυξεντίου εκ Βελλάς Ιωαννίνων

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Γ. Αντώνης
Άγιος Αυξέντιος εκ Βελλάς Ιωαννίνων



    Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Αὐξέντιος γεννήθηκε τό 1690 στήν ἐπαρχία Βελλᾶς ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Νεαρός ἀκόμα, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί δούλευε τήν τέχνη τῶν γουναράδων στό χάνι, τό λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα, ὅμως, ἐπιθύμησε τέρψεις καί ἡδονές, ἐγκατέλειψε τήν τέχνη του καί προσλήφθηκε στά βασιλικά καράβια. Ἐκεῖ, ξεφαντώνοντας μέ τούς συντρόφους του τούς ἀλλόφυλους, συκοφαντήθηκε ἀπό αὐτούς πώς ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἔγινε Μουσουλμάνος. Ἐπειδή φοβήθηκε μήπως τό μάθει ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου, ἔφυγε κρυφά καί πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀγόρασε ἕνα καΐκι μέ τό ὁποῖο ἐργαζόταν γιά νά ζεῖ.

    Μετάνιωσε ὁλόψυχα γιά τά πρότερα σφάλματά του καί μάλιστα φλεγόταν κυριολεκτικά ἡ καρδιά του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Παρακαλοῦσε δέ νύχτα μέρα μέ δάκρυα τόν Θεό νά τοῦ δείξει κάποιον ἔμπειρο πνευματικό νά ἐξομολογηθεῖ τόν πόθο του γιά τό μαρτύριο. Ὁ Θεός ἄκουσε τίς προσευχές του καί κάποια μέρα μετέφερε μέ τό καΐκι του τόν Σύγκελλο τοῦ Πατριαρχείου, τόν Γρηγόριο Ξηροποταμηνό μοναχό, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του. Ὁ εὐλαβής καί ἔμπειρος πνευματικός ἀρχικά ἐπήνεσε τόν πόθο του, προσπάθησε, ὅμως, νά τόν ἀποτρέψει μήπως δειλιάσει στά βασανιστήρια καί γίνει ἀρνητής. Τόν προέτρεψε νά γίνει μοναχός καί ἔτσι νά σωθεῖ. Ὁ Ἅγιος ἄκουσε σιωπηλά καί μέ εὐλάβεια τόν πνευματικό· ἡ καρδιά του, ὅμως, φλεγόταν ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Συνέχισε νά ἐργάζεται στό καΐκι του, ὅπου ἀπ’ ὅσα ἔβγαζε κρατοῦσε τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή συντήρησή του καί τά ὑπόλοιπα τά ἔδινε ἐλεημοσύνη. Ζοῦσε μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή. Συνήθιζε δέ νά πηγαίνει στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου προσευχόταν ὅλη τή νύχτα στήν Παναγία νά τόν βοηθήσει νά τελειώσει τή ζωή του μέ μαρτύριο.

    Ἔτσι, κάποια μέρα πῆγε στό καράβι πού ὑπηρετοῦσε ναύτης. Οἱ συνάδελφοί του καί ἄλλοι πού τόν γνώριζαν ὅρμησαν πάνω του θυμωμένοι καί τόν χτυποῦσαν. Ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν: «Ἐσύ πού ἤσουν στή θρησκεία μας ἔγινες πάλι χριστιανός;» καί τελικά τόν ὁδήγησαν στό κριτήριο.

    Ὁ δικαστής τόν ρώτησε γιατί ἀρνήθηκε τό Ἰσλάμ καί ἐπέστρεψε στόν χριστιανισμό. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε μέ πολύ θάρρος: «Ἐγώ, δικαστά, οὐδέποτε ἀρνήθηκα τόν Χριστό, ἀλλά Τόν πιστεύω καί Τόν ὁμολογῶ ὡς Θεό παντοδύναμο καί δημιουργό τοῦ σύμπαντος. Εἶμαι δέ ἕτοιμος νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν πίστη μου καί ὄχι νά γίνω Τοῦρκος». Μόλις τ’ ἄκουσε ὁ δικαστής διέταξε θυμωμένος νά τόν ραβδίσουν. Ποτάμι ἔτρεχε τό αἷμα του. Ἐκεῖνος, ὅμως, μακάριος εὐχαριστοῦσε τόν Θεό καί Τόν παρακαλοῦσε νά τόν ἐνισχύσει νά ὁλοκληρώσει τό μαρτύριό του. Ὁ δικαστής διέταξε νά τόν κλείσουν στή φυλακή. Ὅταν ἔμαθε ὁ πνευματικός του ὁ Γρηγόριος τά γεγονότα, βρῆκε τρόπο νά μπεῖ στή φυλακή νά τόν ἀνταμώσει. Μέ τά λόγια του τόν ἐνθάρρυνε στό μαρτύριο, ὥστε νά ὑπομείνει, νά καταισχύνει τόν διάβολο καί νά λάβει τόν στέφανο τῆς ἀθλήσεως. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί πράγματι ὁ πνευματικός του πατέρας ἔφερε καί τοῦ μετέδωσε τή Θεία Εὐχαριστία.

    Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες σάν κακοῦργο. Ὁ Ἅγιος στεκόταν χαρούμενος. Γιά μιά ἀκόμα φορά, μπροστά στόν βεζίρη τώρα, ὁμολόγησε τόν Χριστό: «Ἐγώ Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω. Δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστη μου ἀκόμη κι ἄν μοῦ κάνετε μυριάδες βασανιστήρια, γιατί αὐτή εἶναι καλή καί ἀληθινή». Τότε ὁ βεζίρης θυμωμένος διέταξε νά ἀποκεφαλιστεῖ.

    Τόν ἅρπαξαν ἀμέσως καί τόν ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς καταδίκης. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε γιά ὅλους τούς ὀρθόδοξους Χριστιανούς, γονάτισε καί ὁ δήμιος τόν ἀποκεφάλισε τήν 25η Ἰανουαρίου 1720 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν μόλις τριάντα ἐτῶν. Ἔτσι «Αὐξεντίου στέφανος ηὐξήθη μέγας εἰς οὐράνια διά τοῦ μαρτυρίου». Τή νύχτα οὐράνιο φῶς κατέβαινε στό μαρτυρικό λείψανο, τό ὁποῖο ἔβλεπαν καί Τοῦρκοι καί Ῥωμιοί. Κάποιος ῥωμιός ἄρχοντας πού εἶχε πρόσβαση στό παλάτι ζήτησε τό ἅγιο λείψανο γιά ταφή. Ἀφοῦ τό παρέλαβε, τό ἔπλυνε ὡς ἄλλος Νικόδημος μέ διάφορα μύρα καί ἀρώματα καί μέ πολλή εὐλάβεια τό σήκωσαν οἱ Χριστιανοί μαζί μέ τόν Πατριάρχη καί ἄλλους Ἀρχιερεῖς καί τό ἔφεραν καί τό ἐνταφίασαν στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Μετά ἀπό δύο χρόνια ὁ βασιλικός «ἐρζίμπασης» (ἀρχιράπτης) Μιχαήλ ἀνεκόμισε τό ἱερό λείψανο καί, ἀφοῦ παρέλαβε τήν τιμία κάρα στόν οἶκο του, τή δώρισε ἔπειτα μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ Συγκέλλου Γρηγορίου στήν Ι. Μ. Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

    Στήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ξεχύθηκε τόση εὐωδία πού θαύμαζαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι. Ἀπό τότε ἡ Ἁγία κάρα τοῦ μάρτυρος ἀποδείχθηκε θαυματουργός, γιατί λύτρωσε πολλούς ἀπό θανατηφόρο καί μεταδοτική λοιμώδη ἀσθένεια, ἀπό τήν πανώλη καί ἀπό πολλά ἄλλα πάθη καί νόσους.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων

Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ & Γαβριήλ


8  Νοεμβρίου
Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ 
και των λοιπών Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων


Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Αρχάγγελοι Μιχαήλ & Γαβριήλ  /  Δανακός νήσου Νάξου

 

Άγιος Αστείος Επίσκοπος Δυρραχίου

 6 Ιουλίου

Μνήμη Αγίου Αστείου, Επισκόπου Δυρραχίου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης

Άγιος Αστείος Επίσκοπος Δυρραχίου


        Ο Άγιος Αστείος (ή Αστίος) ήταν επίσκοπος Δυρραχίου και έζησε επί βασιλέως Τραϊανού και ηγεμόνος Αγρικόλα το έτος 98 μ.Χ. 
         Συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες του Δυρραχίου και επειδή δεν θυσίαζε στα είδωλα, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγρικόλα, όπου τον έδειραν με μολύβδινα ομοιώματα χεριών και τον μαστίγωσαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών. Επειδή όμως επέμενε στην πίστη του Χριστού, τον άλειψαν με μέλι και τον σταύρωσαν σε καιρό καύσωνα, κοντά στο τείχος της πόλης. Εκεί έπεσαν επάνω του νέφη μελισσών, όπου από τα πολλά τσιμπήματα θανατώθηκε.

Άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης εκ Μονοδενδρίου Ιωαννίνων

15 Μαΐου

Μνήμη Αγίου Ανδρέα του Ερημίτη εκ Μονοδενδρίου Ιωαννίνων

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Γ.Αντώνης
Άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης εκ Μονοδενδρίου Ιωαννίνων


    Ο Όσιος Ανδρέας ο Ερημίτης και Θαυματουργός είναι άγνωστος στους Συναξαριστές. Στοιχεία για τη ζωή του καθώς και την Ακολουθία του, έγραψε ο Ανδρέας ο Ιδρωμένος ο Υπάργιος (+ 1847).

    Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτά, ο Όσιος αυτός καταγόταν από το χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μιχαήλ Β' του Κομνηνού δεσπότη της Ηπείρου (1234 - 1271 μ.Χ.). Κατά άλλους όμως, γεννήθηκε στο χωριό Σιβίστα της Ευρυτανίας, που βρισκόταν στο βουνό Καλάνα και που τώρα είναι βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών και αφού ενηλικιώθηκε πήγε στο Μονοδένδρι της Ηπείρου.

    Ο Όσιος Ανδρέας, αφού εγκατέλειψε ηδονές χρημάτων, περιουσίας και συζύγου, κατοίκησε στην έρημο. Ως ησυχαστήριο του επέλεξε μάλλον τον τόπο γύρω από τα μοναστήρια της Αγίας Παρασκευής και του Προφήτη Ηλία στο Μονοδένδρι, ενώ αργότερα κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο στην Καλάνα. Εκεί, με άσκηση και προσευχή αγίασε τη ζωή του και απεβίωσε ειρηνικά.

    Ο Κύριος, κατά τον βιογράφο του, έδωσε θαυμαστό σημείο, κατά την κοίμηση του Οσίου, για να τον δοξάσει: «Ουράνιο φως και αναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν από τον ουρανό στο σημείο που βρισκόταν το τίμιο λείψανό του». Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός η βασίλισσα της Άρτας, Αγία Θεοδώρα (βλέπε 11 Μαρτίου), συγκέντρωσε την σύγκλητο και μετέβησαν στο μέρος που βρισκόταν το ιερό λείψανο και το ενταφίασαν έξω από το σπήλαιο με τιμές και ευλάβεια. Έδωσε δε εντολή να κτίσουν ναό προς τιμήν του Οσίου

Άγιος Ιωάννης Κονίστης

 23 Σεπτεμβρίου 
Μνήμη Αγίου Ιωάννη Κοινίτσης

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Αντώνη Κων.

        Ο Άγιος αυτός νεομάρτυρας, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, από γονείς Μουσουλμάνους. Ο πατέρας του ήταν Δερβίσης και Σέχης στο αξίωμα. Είκοσι χρονών, μπήκε και αυτός στο τάγμα των Δερβίσηδων. Αφού έκανε αρκετά χρόνια στα Ιωάννινα, πήγε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) της Αιτωλίας, όπου κατοίκησε σ' ένα οίκημα, που ονομαζόταν Μουσελίμ σεράι.

    Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.

    Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.

    Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ.


Ιερά Μονή Τσούκας

 8 Σεπτεμβρίου
Το Γενέθλιο Της Θεοτόκου
Ιερά Μονή Τσούκας

Η Κυρά της Τσούκας
Η Κυρά της Τσούκας

    Η Μονή Τσούκας, αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο, σε υψόμετρο 760 μέτρων, κοντά στην κοινότητα Ελληνικό στη Δημοτική Ενότητα Κατσανοχωρίων.
Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 1190 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο, καταστράφηκε το 1736 και ανακαινίσθηκε το 1779.
    Η Ιερά Μονή Τσούκας είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα του νομού Ιωαννίνων και το πανηγύρι της στις 8 Σεπτεμβρίου συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό προσκυνητών. Γνώρισε μεγάλη ακμή την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και έγινε κέντρο θρησκευτικό και εθνικό (το 1821 και σε όλους τους εθνικούς αγώνες, ήταν καταφύγιο των επαναστατημένων ραγιάδων).
    Η παράδοση αναφέρει ότι στο βράχο Τσούκα βρέθηκε μία εικόνα της Παναγίας και οι Λοζετσινοί, δηλαδή οι κάτοικοι του Ελληνικού, έκτισαν ένα εκκλησάκι στο λόφο της Αγ. Μαρίνας και την τοποθέτησαν στο εσωτερικό του. Η εικόνα όμως κάθε βράδυ μεταφερόταν στην Τσούκα υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την τοποθεσία ανέγερσης του Μοναστηριού. Πήρε το όνομά της από την κορυφή του λόφου που είναι χτισμένη, καθώς «Τσιούκα Ανάλτα» στα βλάχικα σημαίνει «υψηλή κορυφή».
    Η Μονή έχει φρουριακό χαρακτήρα. Η είσοδος στον υψηλό περίβολο κοσμείται με λιθανάγλυφα. Κελιά υπάρχουν στη νοτιοδυτική και βόρεια πλευρά (στο μεγαλύτερο μέρος τους κτίσματα του 18ου-19ου αι.), τα οποία έχουν αναστηλωθεί τα τελευταία χρόνια. Μία στέρνα με στέγαστρο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του καθολικού. Το λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο είναι του 1866, σύμφωνα με την επιγραφή που φέρει.
    Το καθολικό κτίστηκε πιθανόν στα τέλη του 17ου αι., στον αθωνίτικο τύπο (μονόχωρος ναός με χορούς) με προστώο δυτικά. Στο εσωτερικό επιγραφή στο υπέρθυρο (σήμερα δε διακρίνεται) αναφέρει ότι ο ναός "ιστορήθη" με δαπάνη του κτήτορα Αλεξίου Παπαϊωάννου και "εχρυσώθη" το 1779 από τον Αθ. Ιωάννου, ιερέα από το Καπέσοβο. Οι τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί από την αιθάλη, διακρίνονται όμως τα ανάγλυφα φωτοστέφανα των μορφών. Το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού χρονολογείται τον 18ο αι. και φέρει έξεργο φυτικό διάκοσμο.
    Στη νότια πλευρά της Μονής κοντά στην ανατολική είσοδο υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας, που υπέστη σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιά.
    Σύμφωνα με τον ποιητή Κ. Κρυστάλλη το μοναστήρι ήταν φημισμένο για το ιαματικό του νερό. Στο πίσω μέρος της μονής ο επισκέπτης και προσκυνητής της μονής μπορεί να θαυμάσει τη χαράδρα του Αράχθου ποταμού που έχει χαρακτηριστεί ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Η θέα από εκεί είναι απλά μαγευτική.

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

 12 Ιουλίου
Μνήμη Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης


Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.

Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.

Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.

Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.

Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.

Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.

Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.

Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.

Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.

Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.

Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).

Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.

Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.

Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου. Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Πηγή: saint.gr

Άγιος Ίσαυρος εκ Απολλωνίας Βορείου Ηπείρου

 17 Ιουνίου 
Μνήμη Αγίου Ίσαυρου εκ Απολλωνίας Βορείου Ηπείρου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Αντώνη Κων.

        Όλοι αγωνίστηκαν για το Χριστό στην Απολλωνία, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Νουμεριανός (283-284 μ. Χ.). Οι τρεις πρώτοι ήταν Αθηναίοι και ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη που με τόση θερμότητα είχε κηρύξει ο Απ. Παύλος στους αρχαίους Αθηναίους. Αφού συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ και με τους άλλους τρεις, όλοι μαζί ήταν πρότυπο εφαρμογής των εντολών του Κυρίου, δείχνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη τους σ' Αυτόν. Άλλωστε, ο ίδιος ο Κύριος είπε πώς θέλει να τον αγαπουν αυτοί που τον ακολουθούν: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε»" (Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιδ' 15.). Δηλαδή, αν με αγαπάτε, τηρείστε τις εντολές μου και δείξτε έτσι ότι η αγάπη σας για μένα είναι αληθινή και ειλικρινής. Η ζωή λοιπόν των έξι αδελφικών φίλων, καταγγέλθηκε στον έπαρχο Τριπόντιο. Αυτός με κάθε τρόπο προσπάθησε να τους κάνει να θυσιάσουν στα είδωλα. Μάταια, όμως. Αυτοί ομολόγησαν Χριστόν εσταυρωμένον. Τότε τους υπέβαλε σε μια σειρά από σκληρά βασανιστήρια. Αλλά με θαυμαστό τρόπο έμειναν αβλαβείς από αυτά και κατόρθωσαν να φέρουν πολλούς στη χριστιανική πίστη. Τελικά τους αποκεφάλισαν.

Άγιος Νήφων εκ Λουκόβη Βορείου Ηπείρου

 14 Ιουνίου 
Μνήμη Αγίου Νήφων εκ Λουκόβη Βορείου Ηπείρου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Αντώνη Κων.

    Ο Όσιος Νήφων ήταν γιος Ιερέα και γεννήθηκε στο χωριό Λουκόβη του Αργυροκάστρου. Νεαρός στην ηλικία, εισήλθε στη Μονή του Μεσοποτάμου, όπου εκπαιδεύτηκε και χειροτονήθηκε ιερέας. Έπειτα αναχώρησε στο Άγιον Όρος, όπου στα όρια της Μεγίστης Λαύρας, αφού άλλαξε αρκετά κελιά, κατέληξε στα Βουλευτήρια και εκεί ασκήτευε περί το 1330 μ.Χ. Κατόπιν πήγε και κατοίκησε στη Μεταμόρφωση, αλλά επειδή έρχονταν πολλοί μοναχοί, έφυγε από τον τόπο εκείνο και πήγε σαν υποτακτικός στον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη. Μετά από μικρό χρονικά διάστημα και με την ευλογία του γέροντα του, εγκαταστάθηκε σε σπηλιά κοντά στα Καυσοκαλύβια, όπου με αυστηρή άσκηση πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Έζησε συνολικά 96 χρόνια.

Άγιος Παύλος ο Ιωαννίτης

 12 Ιουνίου
Μνήμη Αγίου Παύλου του Ιωαννίτη

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Άγιος Παύλος ο Ιωαννίτης

    Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Παύλος γεννήθηκε στα Ιωάννινα περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. και το κοσμικό του όνομα ήταν Πέτρος. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον έστειλε στο Ελληνικό σχολείο του Μπαλάνου για να διδαχθεί τα Ιερά γράμματα από τον Αναστάσιο Μπαλάνο ή Καμικάρη. Ήταν φιλακόλουθος και συμμετείχε στην εκκλησιαστική ζωή και τις ιερές Ακολουθίες στο ναό του Αγίου Ιωάννου της Μπουνίλας ή της Παναγίας της Περιβλέπτου.

    Ο Πέτρος, μέσω της κυράς Βασιλικής, ευνοουμένης του Αλή Πασά, συνδέθηκε με τους πατέρες της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, τον ηγούμενο Χρύσανθο και τον ιερομάρτυρα Βενέδικτο, οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιωάννινα για υποθέσεις της μονής τους. Όταν αυτοί επέστρεψαν στο Άγιον Όρος, τους ακολούθησε και ο Άγιος, και μετά από δοκιμή εκάρη μοναχός στη μονή Κωνσταμονίτου και έλαβε το όνομα Παύλος.

    Ο Άγιος συνελήφθη μαζί με άλλους συμμοναστές του κατά την Επανάσταση του 1821, από τον ηγεμόνα Αμπλούτ Ρομπούτ πασά, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προέτρεψε τον αρχηγό της Μακεδονίας Εμμανουήλ Παπά να αρχίσει την Επανάσταση από το Άγιον Όρος, και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έλαβε μαρτυρικό τέλος, μετά από φρικτά και βάρβαρα βασανιστήρια το 1824 μ.Χ.