Άγιος Ιωάννης Κονίστης

 23 Σεπτεμβρίου 
Μνήμη Αγίου Ιωάννη Κοινίτσης

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Αντώνη Κων.

        Ο Άγιος αυτός νεομάρτυρας, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, από γονείς Μουσουλμάνους. Ο πατέρας του ήταν Δερβίσης και Σέχης στο αξίωμα. Είκοσι χρονών, μπήκε και αυτός στο τάγμα των Δερβίσηδων. Αφού έκανε αρκετά χρόνια στα Ιωάννινα, πήγε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) της Αιτωλίας, όπου κατοίκησε σ' ένα οίκημα, που ονομαζόταν Μουσελίμ σεράι.

    Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.

    Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.

    Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ.


Ιερά Μονή Τσούκας

 8 Σεπτεμβρίου
Το Γενέθλιο Της Θεοτόκου
Ιερά Μονή Τσούκας

Η Κυρά της Τσούκας
Η Κυρά της Τσούκας

    Η Μονή Τσούκας, αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο, σε υψόμετρο 760 μέτρων, κοντά στην κοινότητα Ελληνικό στη Δημοτική Ενότητα Κατσανοχωρίων.
Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 1190 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο, καταστράφηκε το 1736 και ανακαινίσθηκε το 1779.
    Η Ιερά Μονή Τσούκας είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα του νομού Ιωαννίνων και το πανηγύρι της στις 8 Σεπτεμβρίου συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό προσκυνητών. Γνώρισε μεγάλη ακμή την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και έγινε κέντρο θρησκευτικό και εθνικό (το 1821 και σε όλους τους εθνικούς αγώνες, ήταν καταφύγιο των επαναστατημένων ραγιάδων).
    Η παράδοση αναφέρει ότι στο βράχο Τσούκα βρέθηκε μία εικόνα της Παναγίας και οι Λοζετσινοί, δηλαδή οι κάτοικοι του Ελληνικού, έκτισαν ένα εκκλησάκι στο λόφο της Αγ. Μαρίνας και την τοποθέτησαν στο εσωτερικό του. Η εικόνα όμως κάθε βράδυ μεταφερόταν στην Τσούκα υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την τοποθεσία ανέγερσης του Μοναστηριού. Πήρε το όνομά της από την κορυφή του λόφου που είναι χτισμένη, καθώς «Τσιούκα Ανάλτα» στα βλάχικα σημαίνει «υψηλή κορυφή».
    Η Μονή έχει φρουριακό χαρακτήρα. Η είσοδος στον υψηλό περίβολο κοσμείται με λιθανάγλυφα. Κελιά υπάρχουν στη νοτιοδυτική και βόρεια πλευρά (στο μεγαλύτερο μέρος τους κτίσματα του 18ου-19ου αι.), τα οποία έχουν αναστηλωθεί τα τελευταία χρόνια. Μία στέρνα με στέγαστρο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του καθολικού. Το λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο είναι του 1866, σύμφωνα με την επιγραφή που φέρει.
    Το καθολικό κτίστηκε πιθανόν στα τέλη του 17ου αι., στον αθωνίτικο τύπο (μονόχωρος ναός με χορούς) με προστώο δυτικά. Στο εσωτερικό επιγραφή στο υπέρθυρο (σήμερα δε διακρίνεται) αναφέρει ότι ο ναός "ιστορήθη" με δαπάνη του κτήτορα Αλεξίου Παπαϊωάννου και "εχρυσώθη" το 1779 από τον Αθ. Ιωάννου, ιερέα από το Καπέσοβο. Οι τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί από την αιθάλη, διακρίνονται όμως τα ανάγλυφα φωτοστέφανα των μορφών. Το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού χρονολογείται τον 18ο αι. και φέρει έξεργο φυτικό διάκοσμο.
    Στη νότια πλευρά της Μονής κοντά στην ανατολική είσοδο υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας, που υπέστη σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιά.
    Σύμφωνα με τον ποιητή Κ. Κρυστάλλη το μοναστήρι ήταν φημισμένο για το ιαματικό του νερό. Στο πίσω μέρος της μονής ο επισκέπτης και προσκυνητής της μονής μπορεί να θαυμάσει τη χαράδρα του Αράχθου ποταμού που έχει χαρακτηριστεί ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Η θέα από εκεί είναι απλά μαγευτική.

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

 12 Ιουλίου
Μνήμη Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης


Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.

Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.

Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.

Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.

Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.

Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.

Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.

Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.

Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.

Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.

Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).

Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.

Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.

Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου. Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Πηγή: saint.gr

Άγιος Ίσαυρος εκ Απολλωνίας Βορείου Ηπείρου

 17 Ιουνίου 
Μνήμη Αγίου Ίσαυρου εκ Απολλωνίας Βορείου Ηπείρου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Αντώνη Κων.

        Όλοι αγωνίστηκαν για το Χριστό στην Απολλωνία, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Νουμεριανός (283-284 μ. Χ.). Οι τρεις πρώτοι ήταν Αθηναίοι και ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη που με τόση θερμότητα είχε κηρύξει ο Απ. Παύλος στους αρχαίους Αθηναίους. Αφού συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ και με τους άλλους τρεις, όλοι μαζί ήταν πρότυπο εφαρμογής των εντολών του Κυρίου, δείχνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη τους σ' Αυτόν. Άλλωστε, ο ίδιος ο Κύριος είπε πώς θέλει να τον αγαπουν αυτοί που τον ακολουθούν: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε»" (Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιδ' 15.). Δηλαδή, αν με αγαπάτε, τηρείστε τις εντολές μου και δείξτε έτσι ότι η αγάπη σας για μένα είναι αληθινή και ειλικρινής. Η ζωή λοιπόν των έξι αδελφικών φίλων, καταγγέλθηκε στον έπαρχο Τριπόντιο. Αυτός με κάθε τρόπο προσπάθησε να τους κάνει να θυσιάσουν στα είδωλα. Μάταια, όμως. Αυτοί ομολόγησαν Χριστόν εσταυρωμένον. Τότε τους υπέβαλε σε μια σειρά από σκληρά βασανιστήρια. Αλλά με θαυμαστό τρόπο έμειναν αβλαβείς από αυτά και κατόρθωσαν να φέρουν πολλούς στη χριστιανική πίστη. Τελικά τους αποκεφάλισαν.

Άγιος Νήφων εκ Λουκόβη Βορείου Ηπείρου

 14 Ιουνίου 
Μνήμη Αγίου Νήφων εκ Λουκόβη Βορείου Ηπείρου

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Αντώνη Κων.

    Ο Όσιος Νήφων ήταν γιος Ιερέα και γεννήθηκε στο χωριό Λουκόβη του Αργυροκάστρου. Νεαρός στην ηλικία, εισήλθε στη Μονή του Μεσοποτάμου, όπου εκπαιδεύτηκε και χειροτονήθηκε ιερέας. Έπειτα αναχώρησε στο Άγιον Όρος, όπου στα όρια της Μεγίστης Λαύρας, αφού άλλαξε αρκετά κελιά, κατέληξε στα Βουλευτήρια και εκεί ασκήτευε περί το 1330 μ.Χ. Κατόπιν πήγε και κατοίκησε στη Μεταμόρφωση, αλλά επειδή έρχονταν πολλοί μοναχοί, έφυγε από τον τόπο εκείνο και πήγε σαν υποτακτικός στον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη. Μετά από μικρό χρονικά διάστημα και με την ευλογία του γέροντα του, εγκαταστάθηκε σε σπηλιά κοντά στα Καυσοκαλύβια, όπου με αυστηρή άσκηση πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Έζησε συνολικά 96 χρόνια.

Άγιος Παύλος ο Ιωαννίτης

 12 Ιουνίου
Μνήμη Αγίου Παύλου του Ιωαννίτη

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Άγιος Παύλος ο Ιωαννίτης

    Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Παύλος γεννήθηκε στα Ιωάννινα περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. και το κοσμικό του όνομα ήταν Πέτρος. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον έστειλε στο Ελληνικό σχολείο του Μπαλάνου για να διδαχθεί τα Ιερά γράμματα από τον Αναστάσιο Μπαλάνο ή Καμικάρη. Ήταν φιλακόλουθος και συμμετείχε στην εκκλησιαστική ζωή και τις ιερές Ακολουθίες στο ναό του Αγίου Ιωάννου της Μπουνίλας ή της Παναγίας της Περιβλέπτου.

    Ο Πέτρος, μέσω της κυράς Βασιλικής, ευνοουμένης του Αλή Πασά, συνδέθηκε με τους πατέρες της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, τον ηγούμενο Χρύσανθο και τον ιερομάρτυρα Βενέδικτο, οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιωάννινα για υποθέσεις της μονής τους. Όταν αυτοί επέστρεψαν στο Άγιον Όρος, τους ακολούθησε και ο Άγιος, και μετά από δοκιμή εκάρη μοναχός στη μονή Κωνσταμονίτου και έλαβε το όνομα Παύλος.

    Ο Άγιος συνελήφθη μαζί με άλλους συμμοναστές του κατά την Επανάσταση του 1821, από τον ηγεμόνα Αμπλούτ Ρομπούτ πασά, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προέτρεψε τον αρχηγό της Μακεδονίας Εμμανουήλ Παπά να αρχίσει την Επανάσταση από το Άγιον Όρος, και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έλαβε μαρτυρικό τέλος, μετά από φρικτά και βάρβαρα βασανιστήρια το 1824 μ.Χ.

Άγιος Λουκάς, Απόστολος και Ευαγγελιστής

18 Οκτωβρίου
Μνήμη Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστή
Γιορτάζει το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά που βρίσκεται στην ομώνυμη βραχονησίδα πάνω από την παραλία της Κολώνας στην Κύθνο.
Χρόνια πολλά.!!!








Άγιος Λουκάς, Απόστολος και Ευαγγελιστής

 18 Οκτωβρίου 
Μνήμη Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστή
Γιορτάζει το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά που βρίσκεται στο δρόμο μεταξύ Μέριχα και Δρυοπίδας στο νησί της Κύθνου.
Χρόνια Πολλά !!!






Άγιος Ιωάννης ο εκ Κονίτσης


 23 Σεπτεμβρίου
Μνήμη Αγίου Ιωάννου εκ Κονίτσης 

Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Άγιος Ιωάννης ο εκ Κονίτσης


Τό θαυμαστό στόν Ἅγιό μας εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἀρχικά μωαμεθανός καί Τοῦρκος. Ὅμως, ὅταν, γιά ἄγνωστους σέ μᾶς λόγους, βρέθηκε στό Ἀγρίνιο (πού τότε λεγόταν Βραχώρι), ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ἐπρόφθασε. Κι’ ὁ νέος στήν ἡλικία Χασὰν ἑλκύσθηκε ἀπό τήν χριστιανική θρησκεία. Πῶς ἔγινε αὐτό; Βέβαια, δέν τό γνωρίζουμε. Γιατί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου μᾶς «καταδιώκει» μέ πολλούς τρόπους, χωρίς ἐμεῖς νά τούς ἀντιλαμβανώμεθα. Τό πιό πιθανό εἶναι ὅτι ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν συνεπῆ καί ὑποδειγματική χριστιανική ζωή κάποιων κατοίκων τοῦ Ἀγρινίου, οἱ ὁποῖοι, ἐφαρμόζοντας τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἦσαν «φῶς τοῦ κόσμου» καί «ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. ε’, 13-14). Γιατί, πραγματικά, ἡ προσπάθεια τοῦ κάθε χριστιανοῦ νά ζῆ σωστά, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι τό δυνατότερο κήρυγμα, ὅπως, ἀκριβῶς, τό διατυπώνει ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος : «δεῖξόν μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. β’, 18). Ἀντίθετα, ἡ ἀσυνέπεια στή ζωή καί στήν καθημερινή ἀναστροφή κάποιων, κατ’ ὄνομα μόνον, χριστιανῶν, ἔχει σάν ἀποτέλεσμα νά ἰσχύη ὁ φοβερός λόγος τοῦ Θεοῦ : «δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ρωμ. β’, 24). Γίνονται, δηλαδή, αἰτία νά δυσφημῆται ἡ χριστιανική πίστη ἀνάμεσα στούς ἀπίστους καί στούς εἰδωλολάτρες. Οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἄλλα ἀκοῦνε κι’ ἄλλα βλέπουν στήν πράξη, εἶναι φυσικό νά ἀπεχθάνωνται τόν Χριστιανισμό καί τήν Ἐκκλησία.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ Χασὰν ἐγνώρισε τόν Χριστό καί εἶχε σφοδρή ἐπιθυμία νά ἐνταχθῆ στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως στό Ἀγρίνιο κυριαρχοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Γι’ αὐτό καί ἦταν ἀδύνατο νά ἀλλαξοπιστήση ὁ Χασάν. Γιατί ὄχι μόνον ὁ ἴδιος θά ἐκινδύνευε τά ἔσχατα, ἀλλά καί ἡ ὀργή τῶν φανατικῶν μωαμεθανῶν κατακτητῶν θά ἔπεφτε σίγουρα στά κεφάλια τῶν χριστιανῶν. Ἔτσι, οἱ προύχοντες τοῦ Ἀγρινίου, σκεπτόμενοι φρόνιμα καί συνετά, ἔστειλαν τόν νεαρό Χασὰν στήν Ἰθάκη (μιᾶς καί τά Ἑπτάνησα βρισκόντουσαν ὑπό τήν κυριαρχία τῆς Βενετίας), ὅπου βαπτίσθηκε καί πῆρε τό ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν, κατόπιν, ἐπέστρεψε στό Ἀγρίνιο, νυμφεύθηκε μιά εὐσεβῆ χριστιανή κόρη καί ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Μαχαλᾶς (σημερινές Φυτεῖες), ὅπου ἀσκοῦσε τό ἔργο τοῦ ἀγροφύλακα, ἀγωνιζόμενος νά ζῆ σάν πιστό τέκνο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀργότερα, τά ἱερά λείψανά του ἀνεκομίσθησαν καί μεταφέρθησαν στήν Ἱερά Μονή Προυσσοῦ Εὐρυτανίας. Ἀνευρέθησαν τόν Ἰανουάριο τοῦ 1974, ἕνα δέ τμῆμα ἀπό αὐτά μεταφέρθηκε, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1978, στήν Κόνιτσα. Ἔτσι, λοιπόν, ἕνα μοσχομύριστο κρίνο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, προστέθηκε στόν χορό τῶν Νεομαρτύρων στίς 23 Σεπτεμβρίου 1814 καί ἀποτελεῖ τιμή καί καύχημα γιά τήν γενέτειρά του. Γι’ αὐτό, δικαιολογημένα ὁ ἱερός ὑμνογράφος ψάλλει: «Σέ ἡ Κόνιτσα, ὑμνολογοῦσα Ἅγιε, ἡ σέ βλαστήσασα, ἀπό ψυχῆς σόι βοᾶ· δεινῶν περιστάσεων, φύλαττε ἄτρωτον τήν πατρίδα σου, προστρέχουσαν τῇ σκέπη σου, Ἰωάννη Νεομάρτυς» (ἀπό τήν ζ΄ ὠδή τοῦ Κανόνος).Ὅμως, ὁ ἐχθρός διάβολος περίμενε τήν κατάλληλη εὐκαιρία νά ἐπιτεθῆ στόν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννη. Κι’ αὐτή δέν ἄργησε νά ἔλθη. Καί νά πῶς: Ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη,πού ἦταν σέχης στήν Κόνιτσα (σέχης = θρησκευτικός ἀρχηγός τῶν «δερβίσηδων», δηλαδή τῶν μουσουλμάνων ἐκείνων, πού ἀκολουθοῦσαν μιά μορφή – ἄς τό ποῦμε ἔτσι – μοναχισμοῦ) καί πού ἔψαχνε συνέχεια νά τόν βρῆ, ἀνεκάλυψε στό τέλος ὅτι τό παιδί του ζοῦσε στό Ἀγρίνιο καί ὅτι, μάλιστα, εἶχε γίνει χριστιανός. Ἔσπευσε, λοιπόν, ἐκεῖ. Κι’ ἀφοῦ τόν βρῆκε, προσπάθησε μέ ταξίματα καί καλοπιάσματα νά τόν ξαναφέρῃ στόν μωαμεθανισμό. Ἀλλά ὁ νεαρός Ἰωάννης ἀποδείχθηκε γενναῖος καί ἀνυποχώρητος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Γιατί καί τά μαρτύρια ὑπέμεινε καρτερικά καί τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο δέχθηκε μέ χαρά, ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας του: «Τῆς ἀληθείας τό φῶς, ἐπιλάμψαν τῇ ψυχή σου, ἡμεροφαῆ σέ ἀστέρα ἔδειξεν, Ἰωάννη μακάριε · λύχνος γάρ τοῖς ποσί σου, κατά Δαβίδ ὁ θεῖος νόμος γέγονε, καί τήν ὁδόν τοῦ μαρτυρίου, ἀπροσκόπτως διέβης, πάντα τοῦ ἐχθροῦ, ὑποσκελίσας τά σκάνδαλα· ὅθεν τῆς ἄνω δόξης κοινωνός ἐγένου, τόν καρπόν τῆς ζωῆς δρεπόμενος». (Δοξαστικό τῶν Αἴνων).

Η Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου

 8  Σεπτεμβρίου
Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου


Αγιογραφίες Ιωάννινα Κωνσταντίνος Αντώνης
Δια χειρός Κωνσταντίνου Αντώνη